Translation meaning & definition of the word "retarded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταργημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Retarded
[Καθυστερημένος]/rɪtɑrdɪd/
noun
1. People collectively who are mentally retarded
- "He started a school for the retarded"
- synonym:
- mentally retarded ,
- retarded ,
- developmentally challenged
1. Άνθρωποι συλλογικά που είναι διανοητικά καθυστερημένοι
- "Ξεκίνησε ένα σχολείο για τους καθυστερημένους"
- συνώνυμο:
- διανοητικά καθυστερημένος ,
- καθυστερημένος ,
- αναπτυξιακά αμφισβητούμενο
adjective
1. Relatively slow in mental or emotional or physical development
- "Providing a secure and sometimes happy life for the retarded"
- synonym:
- retarded
1. Σχετικά αργή στην ψυχική ή συναισθηματική ή σωματική ανάπτυξη
- "Παρέχοντας μια ασφαλή και μερικές φορές ευτυχισμένη ζωή για τους καθυστερημένους"
- συνώνυμο:
- καθυστερημένος
Examples of using
You're retarded, or something?!
Είσαι καθυστερημένος ή κάτι τέτοιο?!