Translation meaning & definition of the word "retard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιβράδυνση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Retard
[Καθυστερώ]/rɪtɑrd/
noun
1. A person of subnormal intelligence
- synonym:
- idiot ,
- imbecile ,
- cretin ,
- moron ,
- changeling ,
- half-wit ,
- retard
1. Ένα άτομο υποφυσικής νοημοσύνης
- συνώνυμο:
- ηλίθιος ,
- υποτίθετοσ ,
- κρήτη ,
- μόρον ,
- αλλαγή ,
- μισό παιδί ,
- καθυστερώ
verb
1. Cause to move more slowly or operate at a slower rate
- "This drug will retard your heart rate"
- synonym:
- retard
1. Αιτία να κινηθεί πιο αργά ή να λειτουργήσει με πιο αργό ρυθμό
- "Αυτό το φάρμακο θα επιβραδύνει τον καρδιακό σας ρυθμό"
- συνώνυμο:
- καθυστερώ
2. Be delayed
- synonym:
- retard
2. Καθυστερώ
- συνώνυμο:
- καθυστερώ
3. Slow the growth or development of
- "The brain damage will retard the child's language development"
- synonym:
- check ,
- retard ,
- delay
3. Επιβραδύνει την ανάπτυξη ή την ανάπτυξη των
- "Η εγκεφαλική βλάβη θα επιβραδύνει τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού"
- συνώνυμο:
- ελέγχω ,
- καθυστερώ ,
- καθυστέρηση
4. Lose velocity
- Move more slowly
- "The car decelerated"
- synonym:
- decelerate ,
- slow ,
- slow down ,
- slow up ,
- retard
4. Χάστε την ταχύτητα
- Κινηθείτε πιο αργά
- "Το αυτοκίνητο επιβραδύνθηκε"
- συνώνυμο:
- επιβραδύνω ,
- αργός ,
- καθυστερώ
Examples of using
Normally, a guy who reads light novels despite not being a kid anymore is a retard, don't you think?
Κανονικά, ένας άντρας που διαβάζει ελαφρά μυθιστορήματα παρά το γεγονός ότι δεν είναι πια παιδί είναι καθυστερημένος, δεν νομίζετε?