Translation meaning & definition of the word "retainer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναπατριζόμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Retainer
[Διατηρητήσ]/rɪtenər/
noun
1. A fee charged in advance to retain the services of someone
- synonym:
- retainer ,
- consideration
1. Ένα τέλος που χρεώνεται εκ των προτέρων για τη διατήρηση των υπηρεσιών κάποιου
- συνώνυμο:
- συγκρατών ,
- εξέταση
2. A person working in the service of another (especially in the household)
- synonym:
- servant ,
- retainer
2. Ένα άτομο που εργάζεται στην υπηρεσία άλλου (ειδικά στο νοικοκυριό)
- συνώνυμο:
- υπηρέτης ,
- συγκρατών
3. A dental appliance that holds teeth (or a prosthesis) in position after orthodontic treatment
- synonym:
- retainer
3. Μια οδοντιατρική συσκευή που κρατά τα δόντια (ή μια πρόθεση) στη θέση της μετά την ορθοδοντική θεραπεία
- συνώνυμο:
- συγκρατών