Translation meaning & definition of the word "retail" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λιανική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Retail
[Λιανικός]/ritel/
noun
1. The selling of goods to consumers
- Usually in small quantities and not for resale
- synonym:
- retail
1. Πώληση αγαθών στους καταναλωτές
- Συνήθως σε μικρές ποσότητες και όχι για μεταπώληση
- συνώνυμο:
- λιανικός
verb
1. Be sold at the retail level
- "These gems retail at thousands of dollars each"
- synonym:
- retail
1. Πωλούνται σε επίπεδο λιανικής
- "Αυτοί οι πολύτιμοι λιανικοί πωλητές σε χιλιάδες δολάρια ο καθένας"
- συνώνυμο:
- λιανικός
2. Sell on the retail market
- synonym:
- retail
2. Πωλούνται στη λιανική αγορά
- συνώνυμο:
- λιανικός
adverb
1. At a retail price
- "I'll sell it to you retail only"
- synonym:
- retail
1. Σε τιμή λιανικής
- "Θα το πουλήσω σε σας μόνο λιανικό εμπόριο"
- συνώνυμο:
- λιανικός
Examples of using
What's the retail price of eggs?
Ποια είναι η τιμή λιανικής των αυγών?