Translation meaning & definition of the word "resurrection" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανάσταση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Resurrection
[Ανάσταση]/rɛzərɛkʃən/
noun
1. (new testament) the rising of christ on the third day after the crucifixion
- synonym:
- Resurrection ,
- Christ's Resurrection ,
- Resurrection of Christ
1. (η νέα διαθήκη) η αναταραχή του χριστού την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωση
- συνώνυμο:
- Ανάσταση ,
- Η ανάσταση του Χριστού ,
- Ανάσταση του Χριστού
2. A revival from inactivity and disuse
- "It produced a resurrection of hope"
- synonym:
- resurrection
2. Αναζωπύρωση από την αδράνεια και την αχρηστία
- "Παρήγαγε μια ανάσταση ελπίδας"
- συνώνυμο:
- ανάσταση