Translation meaning & definition of the word "result" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποτέλεσμα" στην ελληνική γλώσσα
Result
[Αποτέλεσμα]noun
1. A phenomenon that follows and is caused by some previous phenomenon
- "The magnetic effect was greater when the rod was lengthwise"
- "His decision had depressing consequences for business"
- "He acted very wise after the event"
- synonym:
- consequence ,
- effect ,
- outcome ,
- result ,
- event ,
- issue ,
- upshot
1. Ένα φαινόμενο που ακολουθεί και προκαλείται από κάποιο προηγούμενο φαινόμενο
- "Η μαγνητική επίδραση ήταν μεγαλύτερη όταν η ράβδος ήταν κατά μήκος"
- "Η απόφασή του είχε καταθλιπτικές συνέπειες για τις επιχειρήσεις"
- "Ενήργησε πολύ σοφά μετά την εκδήλωση"
- συνώνυμο:
- συνέπεια ,
- επίδραση ,
- αποτέλεσμα ,
- εκδήλωση ,
- θέμα ,
- αναβαθμίσεισ
2. A statement that solves a problem or explains how to solve the problem
- "They were trying to find a peaceful solution"
- "The answers were in the back of the book"
- "He computed the result to four decimal places"
- synonym:
- solution ,
- answer ,
- result ,
- resolution ,
- solvent
2. Μια δήλωση που λύνει ένα πρόβλημα ή εξηγεί πώς να λύσει το πρόβλημα
- "Προσπαθούσαν να βρουν μια ειρηνική λύση"
- "Οι απαντήσεις ήταν στο πίσω μέρος του βιβλίου"
- "Υπολόγισε το αποτέλεσμα σε τέσσερα δεκαδικά ψηφία"
- συνώνυμο:
- λύση ,
- απάντηση ,
- αποτέλεσμα ,
- ψήφισμα ,
- διαλύτης
3. Something that results
- "He listened for the results on the radio"
- synonym:
- result ,
- resultant ,
- final result ,
- outcome ,
- termination
3. Κάτι που προκύπτει
- "Άκουσε τα αποτελέσματα στο ραδιόφωνο"
- συνώνυμο:
- αποτέλεσμα ,
- προκύπτουσα ,
- τελικό αποτέλεσμα ,
- τερματισμός
4. The semantic role of the noun phrase whose referent exists only by virtue of the activity denoted by the verb in the clause
- synonym:
- resultant role ,
- result
4. Ο σημασιολογικός ρόλος της ουσιαστικής φράσης της οποίας η αναφορά υπάρχει μόνο λόγω της δραστηριότητας που υποδηλώνει το ρήμα στη ρήτρα
- συνώνυμο:
- επακόλουθος ρόλος ,
- αποτέλεσμα
verb
1. Issue or terminate (in a specified way, state, etc.)
- End
- "Result in tragedy"
- synonym:
- result ,
- ensue
1. Έκδοση ή τερματισμός ( σε συγκεκριμένο τρόπο, κατάσταση, κλπ.)
- Τέλος
- "Αποτέλεσμα τραγωδίας"
- συνώνυμο:
- αποτέλεσμα ,
- ακολουθώ
2. Have as a result or residue
- "The water left a mark on the silk dress"
- "Her blood left a stain on the napkin"
- synonym:
- leave ,
- result ,
- lead
2. Έχετε ως αποτέλεσμα ή υπόλειμμα
- "Το νερό άφησε ένα σημάδι στο μεταξωτό φόρεμα"
- "Το αίμα της άφησε ένα λεκέ στη χαρτοπετσέτα"
- συνώνυμο:
- αφήνω ,
- αποτέλεσμα ,
- οδηγώ
3. Come about or follow as a consequence
- "Nothing will result from this meeting"
- synonym:
- result
3. Ελάτε ή ακολουθήστε ως συνέπεια
- "Τίποτα δεν θα προκύψει από αυτή τη συνάντηση"
- συνώνυμο:
- αποτέλεσμα