Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "result" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποτέλεσμα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Result

[Αποτέλεσμα]
/rɪzəlt/

noun

1. A phenomenon that follows and is caused by some previous phenomenon

  • "The magnetic effect was greater when the rod was lengthwise"
  • "His decision had depressing consequences for business"
  • "He acted very wise after the event"
    synonym:
  • consequence
  • ,
  • effect
  • ,
  • outcome
  • ,
  • result
  • ,
  • event
  • ,
  • issue
  • ,
  • upshot

1. Ένα φαινόμενο που ακολουθεί και προκαλείται από κάποιο προηγούμενο φαινόμενο

  • "Η μαγνητική επίδραση ήταν μεγαλύτερη όταν η ράβδος ήταν κατά μήκος"
  • "Η απόφασή του είχε καταθλιπτικές συνέπειες για τις επιχειρήσεις"
  • "Ενήργησε πολύ σοφά μετά την εκδήλωση"
    συνώνυμο:
  • συνέπεια
  • ,
  • επίδραση
  • ,
  • αποτέλεσμα
  • ,
  • εκδήλωση
  • ,
  • θέμα
  • ,
  • αναβαθμίσεισ

2. A statement that solves a problem or explains how to solve the problem

  • "They were trying to find a peaceful solution"
  • "The answers were in the back of the book"
  • "He computed the result to four decimal places"
    synonym:
  • solution
  • ,
  • answer
  • ,
  • result
  • ,
  • resolution
  • ,
  • solvent

2. Μια δήλωση που λύνει ένα πρόβλημα ή εξηγεί πώς να λύσει το πρόβλημα

  • "Προσπαθούσαν να βρουν μια ειρηνική λύση"
  • "Οι απαντήσεις ήταν στο πίσω μέρος του βιβλίου"
  • "Υπολόγισε το αποτέλεσμα σε τέσσερα δεκαδικά ψηφία"
    συνώνυμο:
  • λύση
  • ,
  • απάντηση
  • ,
  • αποτέλεσμα
  • ,
  • ψήφισμα
  • ,
  • διαλύτης

3. Something that results

  • "He listened for the results on the radio"
    synonym:
  • result
  • ,
  • resultant
  • ,
  • final result
  • ,
  • outcome
  • ,
  • termination

3. Κάτι που προκύπτει

  • "Άκουσε τα αποτελέσματα στο ραδιόφωνο"
    συνώνυμο:
  • αποτέλεσμα
  • ,
  • προκύπτουσα
  • ,
  • τελικό αποτέλεσμα
  • ,
  • τερματισμός

4. The semantic role of the noun phrase whose referent exists only by virtue of the activity denoted by the verb in the clause

    synonym:
  • resultant role
  • ,
  • result

4. Ο σημασιολογικός ρόλος της ουσιαστικής φράσης της οποίας η αναφορά υπάρχει μόνο λόγω της δραστηριότητας που υποδηλώνει το ρήμα στη ρήτρα

    συνώνυμο:
  • επακόλουθος ρόλος
  • ,
  • αποτέλεσμα

verb

1. Issue or terminate (in a specified way, state, etc.)

  • End
  • "Result in tragedy"
    synonym:
  • result
  • ,
  • ensue

1. Έκδοση ή τερματισμός ( σε συγκεκριμένο τρόπο, κατάσταση, κλπ.)

  • Τέλος
  • "Αποτέλεσμα τραγωδίας"
    συνώνυμο:
  • αποτέλεσμα
  • ,
  • ακολουθώ

2. Have as a result or residue

  • "The water left a mark on the silk dress"
  • "Her blood left a stain on the napkin"
    synonym:
  • leave
  • ,
  • result
  • ,
  • lead

2. Έχετε ως αποτέλεσμα ή υπόλειμμα

  • "Το νερό άφησε ένα σημάδι στο μεταξωτό φόρεμα"
  • "Το αίμα της άφησε ένα λεκέ στη χαρτοπετσέτα"
    συνώνυμο:
  • αφήνω
  • ,
  • αποτέλεσμα
  • ,
  • οδηγώ

3. Come about or follow as a consequence

  • "Nothing will result from this meeting"
    synonym:
  • result

3. Ελάτε ή ακολουθήστε ως συνέπεια

  • "Τίποτα δεν θα προκύψει από αυτή τη συνάντηση"
    συνώνυμο:
  • αποτέλεσμα

Examples of using

Not complying with the naming conventions will result in parse errors.
Η μη συμμόρφωση με τις συμβάσεις ονοματοδοσίας θα οδηγήσει σε σφάλματα παραφωνίας.
As a result of the car accident, the driver was severely injured, and the passanger died.
Ως αποτέλεσμα του αυτοκινητιστικού ατυχήματος, ο οδηγός τραυματίστηκε σοβαρά και ο περαστικός πέθανε.
Healthy food is essential for a healthy body and a healthy mind, and as a result, promotes maximum efficiency.
Η υγιεινή διατροφή είναι απαραίτητη για ένα υγιές σώμα και ένα υγιές μυαλό, και ως εκ τούτου, προάγει τη μέγιστη αποδοτικότητα.