Translation meaning & definition of the word "restricted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιορισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Restricted
[Περιορισμένη]/ristrɪktəd/
adjective
1. Subject to restriction or subjected to restriction
- "Of restricted importance"
- synonym:
- restricted
1. Υπόκεινται σε περιορισμό ή υπόκεινται σε περιορισμό
- "Περιορισμένης σημασίας"
- συνώνυμο:
- περιορισμένος
2. Restricted in meaning
- (As e.g. `man' in `a tall man')
- synonym:
- restricted ,
- qualified
2. Περιορισμένος στο νόημα
- (Ας π.χ. `άνθρωπος' σε `έναν ψηλό άνδρα')
- συνώνυμο:
- περιορισμένος ,
- ειδικευμένος
3. The lowest level of official classification for documents
- synonym:
- restricted
3. Το χαμηλότερο επίπεδο επίσημης ταξινόμησης εγγράφων
- συνώνυμο:
- περιορισμένος
Examples of using
Why do you have such a restricted imagination?
Γιατί έχετε τόσο περιορισμένη φαντασία?
Immigration is restricted.
Η μετανάστευση είναι περιορισμένη.
Freedom of speech was restricted in this country.
Η ελευθερία του λόγου περιορίστηκε σε αυτή τη χώρα.