Translation meaning & definition of the word "restrained" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "περιορίστηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Restrained
[Περιορισμένη]/ristrend/
adjective
1. Cool and formal in manner
- synonym:
- restrained ,
- reticent ,
- unemotional
1. Δροσερό και επίσημο τρόπο
- συνώνυμο:
- συγκρατημένη ,
- δικτυωτόσ ,
- αντιφατικό
2. Under restraint
- synonym:
- restrained
2. Υπό συγκράτηση
- συνώνυμο:
- συγκρατημένη
3. Marked by avoidance of extravagance or extremes
- "Moderate in his demands"
- "Restrained in his response"
- synonym:
- moderate ,
- restrained
3. Χαρακτηρίζεται από αποφυγή υπερβολής ή ακραίων
- "Μετριοπαθής στις απαιτήσεις του"
- "Παρέμεινε στην απάντησή του"
- συνώνυμο:
- μέτριος ,
- συγκρατημένη
4. Not showy or obtrusive
- "Clothes in quiet good taste"
- synonym:
- quiet ,
- restrained
4. Όχι επιδεικτικό ή επιδεικτικό
- "Ρούχα σε ήσυχο καλό γούστο"
- συνώνυμο:
- ήσυχο ,
- συγκρατημένη
5. Prudent
- "Guarded optimism"
- synonym:
- guarded ,
- restrained
5. Συνετός
- "Αισιοδοξία"
- συνώνυμο:
- φυλασσόμενος ,
- συγκρατημένη