Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "restrain" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραίτηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Restrain

[Περιορίζω]
/ristren/

verb

1. Keep under control

  • Keep in check
  • "Suppress a smile"
  • "Keep your temper"
  • "Keep your cool"
    synonym:
  • restrain
  • ,
  • keep
  • ,
  • keep back
  • ,
  • hold back

1. Κρατώ υπό έλεγχο

  • Ελέγχω
  • "Καταπιείτε ένα χαμόγελο"
  • "Κρατήστε την ψυχραιμία σας"
  • "Κρατήστε την ψυχραιμία σας"
    συνώνυμο:
  • συγκρατώ
  • ,
  • διατηρώ
  • ,
  • επιστρέφω
  • ,
  • κρατώ πίσω

2. Place limits on (extent or access)

  • "Restrict the use of this parking lot"
  • "Limit the time you can spend with your friends"
    synonym:
  • restrict
  • ,
  • restrain
  • ,
  • trammel
  • ,
  • limit
  • ,
  • bound
  • ,
  • confine
  • ,
  • throttle

2. Τοποθετήστε όρια στο (επεκταθε'ν ή στην πρόσβαση)

  • "Περιορίστε τη χρήση αυτού του χώρου στάθμευσης"
  • "Περιορίστε το χρόνο που μπορείτε να περάσετε με τους φίλους σας"
    συνώνυμο:
  • περιορίζω
  • ,
  • συγκρατώ
  • ,
  • τραμελέ
  • ,
  • όριο
  • ,
  • δεμένοσ
  • ,
  • βάλτο

3. To close within bounds, limit or hold back from movement

  • "This holds the local until the express passengers change trains"
  • "About a dozen animals were held inside the stockade"
  • "The illegal immigrants were held at a detention center"
  • "The terrorists held the journalists for ransom"
    synonym:
  • restrain
  • ,
  • confine
  • ,
  • hold

3. Για να κλείσετε μέσα στα όρια, να περιορίσετε ή να κρατήσετε πίσω από την κίνηση

  • "Αυτό κατέχει τον τοπικό έως ότου οι επιβάτες αλλάξουν τα τρένα"
  • "Περίπου δώδεκα ζώα κρατήθηκαν μέσα στο κτίριο"
  • "Οι παράνομοι μετανάστες κρατούνται σε κέντρο κράτησης"
  • "Οι τρομοκράτες κράτησαν τους δημοσιογράφους για λύτρα"
    συνώνυμο:
  • συγκρατώ
  • ,
  • περιορίζω
  • ,
  • κρατώ

4. Hold back

    synonym:
  • restrain
  • ,
  • encumber
  • ,
  • cumber
  • ,
  • constrain

4. Κρατώ πίσω

    συνώνυμο:
  • συγκρατώ
  • ,
  • επιβαρύνω
  • ,
  • αγγούρι
  • ,
  • περιορίζω

5. To compel or deter by or as if by threats

    synonym:
  • intimidate
  • ,
  • restrain

5. Να αναγκάζει ή να αποτρέπει από ή σαν από απειλές

    συνώνυμο:
  • εκφοβίζω
  • ,
  • συγκρατώ

Examples of using

It is evident that no one can restrain himself from reading the ballade "Chavayn" by Olyk Ipay.
Είναι προφανές ότι κανείς δεν μπορεί να συγκρατηθεί από την ανάγνωση της μπαλάντας "Τσαβάιν" του Όλικ Ιππάι.
It was difficult to restrain myself from smothering Tom.
Ήταν δύσκολο να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το να πνίξω τον Τομ.
He was so funny at the party that I simply couldn't restrain my laughter.
Ήταν τόσο αστείος στο πάρτι που απλά δεν μπορούσα να συγκρατήσω το γέλιο μου.