Translation meaning & definition of the word "restoration" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκατάσταση" στην ελληνική γλώσσα
Restoration
[Αποκατάσταση]noun
1. The reign of charles ii in england
- 1660-1685
- synonym:
- Restoration
1. Η βασιλεία του καρόλου ιι στην αγγλία
- 1660-1685
- συνώνυμο:
- Αποκατάσταση
2. The act of restoring something or someone to a satisfactory state
- synonym:
- restoration
2. Η πράξη της αποκατάστασης κάποιου ή κάποιου σε μια ικανοποιητική κατάσταση
- συνώνυμο:
- αποκατάσταση
3. Getting something back again
- "Upon the restitution of the book to its rightful owner the child was given a tongue lashing"
- synonym:
- restitution ,
- return ,
- restoration ,
- regaining
3. Πάρτε κάτι πίσω ξανά
- "Με την αποκατάσταση του βιβλίου στον νόμιμο ιδιοκτήτη του, το παιδί έλαβε ένα μαστίγωμα γλώσσας"
- συνώνυμο:
- επιστροφή ,
- αποκατάσταση ,
- ανάκτηση
4. The state of being restored to its former good condition
- "The inn was a renovation of a colonial house"
- synonym:
- renovation ,
- restoration ,
- refurbishment
4. Η κατάσταση αποκαταστάθηκε στην προηγούμενη καλή της κατάσταση
- "Το πανδοχείο ήταν μια ανακαίνιση ενός αποικιακού σπιτιού"
- συνώνυμο:
- ανακαίνιση ,
- αποκατάσταση
5. Some artifact that has been restored or reconstructed
- "The restoration looked exactly like the original"
- synonym:
- restoration
5. Κάποιο τεχνούργημα που έχει αποκατασταθεί ή ανακατασκευαστεί
- "Η αποκατάσταση έμοιαζε ακριβώς με το πρωτότυπο"
- συνώνυμο:
- αποκατάσταση
6. A model that represents the landscape of a former geological age or that represents and extinct animal etc.
- synonym:
- restoration
6. Ένα μοντέλο που αντιπροσωπεύει το τοπίο μιας πρώην γεωλογικής εποχής ή που αντιπροσωπεύει και εξαφανίζεται ζώο κ.λπ.
- συνώνυμο:
- αποκατάσταση
7. The re-establishment of the british monarchy in 1660
- synonym:
- Restoration
7. Η αποκατάσταση της βρετανικής μοναρχίας το 1660
- συνώνυμο:
- Αποκατάσταση