Translation meaning & definition of the word "restful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναστάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Restful
[Ξεκούραστος]/rɛstfəl/
adjective
1. Affording physical or mental rest
- "She spent a restful night at home"
- synonym:
- restful ,
- reposeful ,
- relaxing
1. Παρέχοντας σωματική ή ψυχική ανάπαυση
- "Πέρασε μια ξεκούραστη νύχτα στο σπίτι"
- συνώνυμο:
- ξεκούραστοσ ,
- αναπαυτικόσ ,
- χαλαρωτικό