Translation meaning & definition of the word "rester" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εστιατόριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rester
[Επαναφέρων]/rɛstər/
noun
1. A person who rests
- synonym:
- rester
1. Ένα άτομο που αναπαύεται
- συνώνυμο:
- επαναπαυτήσ