Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rest" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανάπαυση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rest

[Ξεκουράζομαι]
/rɛst/

noun

1. Something left after other parts have been taken away

  • "There was no remainder"
  • "He threw away the rest"
  • "He took what he wanted and i got the balance"
    synonym:
  • remainder
  • ,
  • balance
  • ,
  • residual
  • ,
  • residue
  • ,
  • residuum
  • ,
  • rest

1. Κάτι που απέμεινε αφού αφαιρεθούν άλλα μέρη

  • "Δεν υπήρχε υπόλοιπο"
  • "Πέταξε τα υπόλοιπα"
  • "Πήρε αυτό που ήθελε και πήρα την ισορροπία"
    συνώνυμο:
  • υπόλοιπο
  • ,
  • ισορροπία
  • ,
  • υπολειμματικόσ
  • ,
  • υπόλειμμα
  • ,
  • κατάλοιπο
  • ,
  • ξεκουράζομαι

2. Freedom from activity (work or strain or responsibility)

  • "Took his repose by the swimming pool"
    synonym:
  • rest
  • ,
  • ease
  • ,
  • repose
  • ,
  • relaxation

2. Ελευθερία από δραστηριότητα (εργασία ή στέλεχος ή ευθύνη)

  • "Πήρε την ανάπαυσή του δίπλα στην πισίνα"
    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι
  • ,
  • ευκολία
  • ,
  • αναπαύω
  • ,
  • χαλάρωση

3. A pause for relaxation

  • "People actually accomplish more when they take time for short rests"
    synonym:
  • respite
  • ,
  • rest
  • ,
  • relief
  • ,
  • rest period

3. Μια παύση για χαλάρωση

  • "Οι άνθρωποι πραγματικά καταφέρνουν περισσότερα όταν χρειάζονται χρόνο για σύντομες ανάπαυσης"
    συνώνυμο:
  • αναπνέω
  • ,
  • ξεκουράζομαι
  • ,
  • ανακούφιση
  • ,
  • περίοδος ανάπαυσης

4. A state of inaction

  • "A body will continue in a state of rest until acted upon"
    synonym:
  • rest

4. Μια κατάσταση αδράνειας

  • "Ένα σώμα θα συνεχίσει σε κατάσταση ανάπαυσης μέχρι να ενεργήσει"
    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι

5. Euphemisms for death (based on an analogy between lying in a bed and in a tomb)

  • "She was laid to rest beside her husband"
  • "They had to put their family pet to sleep"
    synonym:
  • rest
  • ,
  • eternal rest
  • ,
  • sleep
  • ,
  • eternal sleep
  • ,
  • quietus

5. Ευφημισμός για το θάνατο (βασισμένος σε μια αναλογία μεταξύ του να βρίσκεσαι σε ένα κρεβάτι και σε έναν τάφο)

  • "Τέθηκε για να ξεκουραστεί δίπλα στον άντρα της"
  • "Έπρεπε να βάλουν το οικογενειακό κατοικίδιο ζώο τους για να κοιμηθούν"
    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι
  • ,
  • αιώνια ανάπαυση
  • ,
  • ύπνος
  • ,
  • αιώνιος ύπνος
  • ,
  • ησυχία

6. A support on which things can be put

  • "The gun was steadied on a special rest"
    synonym:
  • rest

6. Μια υποστήριξη στην οποία μπορούν να τεθούν τα πράγματα

  • "Το όπλο σταθεροποιήθηκε σε ειδική ανάπαυση"
    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι

7. A musical notation indicating a silence of a specified duration

    synonym:
  • rest

7. Μια μουσική σημειογραφία που δείχνει μια σιωπή καθορισμένης διάρκειας

    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι

verb

1. Not move

  • Be in a resting position
    synonym:
  • rest

1. Δεν κινείται

  • Βρίσκομαι σε θέση ανάπαυσης
    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι

2. Take a short break from one's activities in order to relax

    synonym:
  • rest
  • ,
  • breathe
  • ,
  • catch one's breath
  • ,
  • take a breather

2. Κάντε ένα σύντομο διάλειμμα από τις δραστηριότητες κάποιου για να χαλαρώσετε

    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι
  • ,
  • αναπνέω
  • ,
  • πιάσε την ανάσα κάποιου
  • ,
  • πάρτε μια ανάσα

3. Give a rest to

  • "He rested his bad leg"
  • "Rest the dogs for a moment"
    synonym:
  • rest

3. Ξεκουράζομαι

  • "Αναπαύει το κακό του πόδι"
  • "Επαναφέρετε τα σκυλιά για μια στιγμή"
    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι

4. Have a place in relation to something else

  • "The fate of bosnia lies in the hands of the west"
  • "The responsibility rests with the allies"
    synonym:
  • lie
  • ,
  • rest

4. Να έχεις θέση σε σχέση με κάτι άλλο

  • "Η μοίρα της βοσνίας βρίσκεται στα χέρια της δύσης"
  • "Η ευθύνη βαρύνει τους συμμάχους"
    συνώνυμο:
  • ψέμα
  • ,
  • ξεκουράζομαι

5. Be at rest

    synonym:
  • rest

5. Αναπαύομαι

    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι

6. Stay the same

  • Remain in a certain state
  • "The dress remained wet after repeated attempts to dry it"
  • "Rest assured"
  • "Stay alone"
  • "He remained unmoved by her tears"
  • "The bad weather continued for another week"
    synonym:
  • stay
  • ,
  • remain
  • ,
  • rest

6. Μείνετε το ίδιο

  • Παραμείνετε σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
  • "Το φόρεμα παρέμεινε υγρό μετά από επανειλημμένες προσπάθειες να το στεγνώσει"
  • "Είστε βέβαιοι"
  • "Μείνετε μόνοι"
  • "Αυτός έμεινε ασυγκίνητος από τα δάκρυά της"
  • "Ο κακός καιρός συνεχίστηκε για άλλη μια εβδομάδα"
    συνώνυμο:
  • μείνετε
  • ,
  • παραμένω
  • ,
  • ξεκουράζομαι

7. Be inherent or innate in

    synonym:
  • rest
  • ,
  • reside
  • ,
  • repose

7. Να είστε εγγενείς ή έμφυτοι στο

    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι
  • ,
  • κατοικεί
  • ,
  • αναπαύω

8. Put something in a resting position, as for support or steadying

  • "Rest your head on my shoulder"
    synonym:
  • rest

8. Βάλτε κάτι σε θέση ανάπαυσης, όπως για υποστήριξη ή σταθεροποίηση

  • "Κοίταξε το κεφάλι σου στον ώμο μου"
    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι

9. Sit, as on a branch

  • "The birds perched high in the tree"
    synonym:
  • perch
  • ,
  • roost
  • ,
  • rest

9. Καθίστε, όπως σε ένα κλαδί

  • "Τα πουλιά έσκυψαν ψηλά στο δέντρο"
    συνώνυμο:
  • πέρκα
  • ,
  • ανατρεπόμενοσ
  • ,
  • ξεκουράζομαι

10. Rest on or as if on a pillow

  • "Pillow your head"
    synonym:
  • pillow
  • ,
  • rest

10. Ξεκουραστείτε ή σαν σε ένα μαξιλάρι

  • "Χαϊδέψτε το κεφάλι σας"
    συνώνυμο:
  • μαξιλάρι
  • ,
  • ξεκουράζομαι

11. Be inactive, refrain from acting

  • "The committee is resting over the summer"
    synonym:
  • rest

11. Να είστε ανενεργοί, να αποφύγετε τη δράση

  • "Η επιτροπή αναπαύεται το καλοκαίρι"
    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι

Examples of using

I hope you get a good rest.
Ελπίζω να ξεκουραστείτε καλά.
Put your mind at rest. Everything will turn out all right.
Βάλτε το μυαλό σας σε ηρεμία. Όλα θα πάνε καλά.
Throw it out with the rest of the garbage.
Πετάξτε το με τα υπόλοιπα σκουπίδια.