Translation meaning & definition of the word "response" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απάντηση" στην ελληνική γλώσσα
Response
[Απάντηση]noun
1. A result
- "This situation developed in response to events in africa"
- synonym:
- response
1. Ένα αποτέλεσμα
- "Η κατάσταση αυτή αναπτύχθηκε ως απάντηση σε γεγονότα στην αφρική"
- συνώνυμο:
- απάντηση
2. A bodily process occurring due to the effect of some antecedent stimulus or agent
- "A bad reaction to the medicine"
- "His responses have slowed with age"
- synonym:
- reaction ,
- response
2. Μια σωματική διαδικασία που συμβαίνει λόγω της επίδρασης κάποιου προηγμένου ερεθίσματος ή παράγοντα
- "Μια κακή αντίδραση στο φάρμακο"
- "Οι απαντήσεις του έχουν επιβραδυνθεί με την ηλικία"
- συνώνυμο:
- αντίδραση ,
- απάντηση
3. A statement (either spoken or written) that is made to reply to a question or request or criticism or accusation
- "I waited several days for his answer"
- "He wrote replies to several of his critics"
- synonym:
- answer ,
- reply ,
- response
3. Μια δήλωση (είτε προφορική είτε γραπτή) που γίνεται για να απαντήσει σε μια ερώτηση ή αίτημα ή κριτική ή κατηγορία
- "Περίμενα αρκετές μέρες για την απάντησή του"
- "Έγραψε απαντήσεις σε πολλούς από τους επικριτές του"
- συνώνυμο:
- απάντηση
4. The manner in which something is greeted
- "She did not expect the cold reception she received from her superiors"
- synonym:
- reception ,
- response
4. Τον τρόπο με τον οποίο κάτι χαιρετάει
- "Δεν περίμενε την κρύα υποδοχή που έλαβε από τους ανωτέρους της"
- συνώνυμο:
- υποδοχή ,
- απάντηση
5. A phrase recited or sung by the congregation following a versicle by the priest or minister
- synonym:
- response
5. Μια φράση που απαγγέλθηκε ή τραγουδήθηκε από την εκκλησία ακολουθώντας ένα στίχο από τον ιερέα ή τον υπουργό
- συνώνυμο:
- απάντηση
6. The speech act of continuing a conversational exchange
- "He growled his reply"
- synonym:
- reply ,
- response
6. Η πράξη ομιλίας της συνέχισης μιας συνομιλητικής ανταλλαγής
- "Ανακάλυψε την απάντησή του"
- συνώνυμο:
- απάντηση
7. The manner in which an electrical or mechanical device responds to an input signal or a range of input signals
- synonym:
- response
7. Ο τρόπος με τον οποίο μια ηλεκτρική ή μηχανική συσκευή ανταποκρίνεται σε ένα σήμα εισόδου ή μια σειρά σημάτων εισόδου
- συνώνυμο:
- απάντηση