Translation meaning & definition of the word "respirator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπνευστήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Respirator
[Αναπνευστήρα]/rɛspəretər/
noun
1. A breathing device for administering long-term artificial respiration
- synonym:
- respirator ,
- inhalator
1. Μια συσκευή αναπνοής για τη χορήγηση της μακροπρόθεσμης τεχνητής αναπνοής
- συνώνυμο:
- αναπνευστήρασ ,
- εισπνευστήρα
2. A protective mask with a filter
- Protects the face and lungs against poisonous gases
- synonym:
- gasmask ,
- respirator ,
- gas helmet
2. Μια προστατευτική μάσκα με φίλτρο
- Προστατεύει το πρόσωπο και τους πνεύμονες από δηλητηριώδη αέρια
- συνώνυμο:
- ασβέστης ,
- αναπνευστήρασ ,
- κράνος αερίου
Examples of using
Tom is hooked up to a respirator.
Ο Τομ είναι συνδεδεμένος με αναπνευστήρα.