Translation meaning & definition of the word "respective" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αντίσταση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Respective
[Αντίθετοσ]/rɪspɛktɪv/
adjective
1. Considered individually
- "The respective club members"
- "Specialists in their several fields"
- "The various reports all agreed"
- synonym:
- respective(a) ,
- several(a) ,
- various(a)
1. Θεωρείται ατομικά
- "Τα αντίστοιχα μέλη του συλλόγου"
- "Ειδικοί στους διάφορους τομείς"
- "Οι διάφορες εκθέσεις συμφώνησαν όλες"
- συνώνυμο:
- αντίστοιχη( ,
- αρκετά( ,
- διάφορα(
Examples of using
They took their respective places in line.
Πήραν τις αντίστοιχες θέσεις τους στη σειρά.
We each went to our respective homes.
Όλοι πήγαμε στα αντίστοιχα σπίτια μας.