Translation meaning & definition of the word "respectable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιοσέβαστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Respectable
[Σεβαστόσ]/rɪspɛktəbəl/
adjective
1. Characterized by socially or conventionally acceptable morals
- "A respectable woman"
- synonym:
- respectable
1. Χαρακτηρίζεται από κοινωνικά ή συμβατικά αποδεκτά ήθη
- "Μια αξιοσέβαστη γυναίκα"
- συνώνυμο:
- σεβαστόσ
2. Deserving of esteem and respect
- "All respectable companies give guarantees"
- "Ruined the family's good name"
- synonym:
- estimable ,
- good ,
- honorable ,
- respectable
2. Αξίζει εκτίμηση και σεβασμό
- "Όλες οι αξιοσέβαστες εταιρείες παρέχουν εγγυήσεις"
- "Καταφέραμε το καλό όνομα της οικογένειας"
- συνώνυμο:
- εκτιμητόσ ,
- καλός ,
- αξιότιμος ,
- σεβαστόσ
3. Large in amount or extent or degree
- "It cost a considerable amount"
- "A goodly amount"
- "Received a hefty bonus"
- "A respectable sum"
- "A tidy sum of money"
- "A sizable fortune"
- synonym:
- goodly ,
- goodish ,
- healthy ,
- hefty ,
- respectable ,
- sizable ,
- sizeable ,
- tidy
3. Μεγάλος στο ποσό ή την έκταση ή το βαθμό
- "Στοίχισε ένα σημαντικό ποσό"
- "Καλό ποσό"
- "Λάβαμε ένα μεγάλο μπόνους"
- "Αξιοσέβαστο ποσό"
- "Ένα τακτοποιημένο χρηματικό ποσό"
- "Μια αρκετά μεγάλη τύχη"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- καλό ,
- υγιής ,
- βαρύς ,
- σεβαστόσ ,
- αρκετά μεγάλη ,
- μεγάλο ,
- τακτοποιημένος