Translation meaning & definition of the word "respect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σεβασμός" στην ελληνική γλώσσα
Respect
[Σεβασμός]noun
1. (usually preceded by `in') a detail or point
- "It differs in that respect"
- synonym:
- respect ,
- regard
1. (συνήθως προηγείται από ```) μια λεπτομέρεια ή ένα σημείο
- "Διαφέρει από αυτή την άποψη"
- συνώνυμο:
- σεβασμός ,
- αναφέρομαι
2. The condition of being honored (esteemed or respected or well regarded)
- "It is held in esteem"
- "A man who has earned high regard"
- synonym:
- esteem ,
- regard ,
- respect
2. Η κατάσταση της τιμής (εκτίμησης ή σεβασμού ή καλά θεωρούμενη)
- "Κρατείται σε εκτίμηση"
- "Ένας άνθρωπος που έχει κερδίσει υψηλή εκτίμηση"
- συνώνυμο:
- εκτίμηση ,
- αναφέρομαι ,
- σεβασμός
3. An attitude of admiration or esteem
- "She lost all respect for him"
- synonym:
- respect ,
- esteem ,
- regard
3. Μια στάση θαυμασμού ή εκτίμησης
- "Έχασε κάθε σεβασμό για αυτόν"
- συνώνυμο:
- σεβασμός ,
- εκτίμηση ,
- αναφέρομαι
4. A courteous expression (by word or deed) of esteem or regard
- "His deference to her wishes was very flattering"
- "Be sure to give my respects to the dean"
- synonym:
- deference ,
- respect
4. Μια ευγενική έκφραση (μπι λέξη ή πράξη) εκτίμησης ή σεβασμού
- "Η συμπίεση της στις επιθυμίες της ήταν πολύ κολακευτική"
- "Να είστε βέβαιος να δώσει το σεβασμό μου στον κοσμήτορα"
- συνώνυμο:
- αντιπαράθεση ,
- σεβασμός
5. Behavior intended to please your parents
- "Their children were never very strong on obedience"
- "He went to law school out of respect for his father's wishes"
- synonym:
- obedience ,
- respect
5. Συμπεριφορά που προορίζεται να ευχαριστήσει τους γονείς σας
- "Τα παιδιά τους δεν ήταν ποτέ πολύ δυνατά στην υπακοή"
- "Πήγε στη νομική σχολή από σεβασμό για τις επιθυμίες του πατέρα του"
- συνώνυμο:
- υπακοή ,
- σεβασμός
6. A feeling of friendship and esteem
- "She mistook his manly regard for love"
- "He inspires respect"
- synonym:
- regard ,
- respect
6. Αίσθημα φιλίας και εκτίμησης
- "Αυτή παρενόχλησε τον ανδροπρεπή σεβασμό του για την αγάπη"
- "Εμπνέει σεβασμό"
- συνώνυμο:
- αναφέρομαι ,
- σεβασμός
7. Courteous regard for people's feelings
- "In deference to your wishes"
- "Out of respect for his privacy"
- synonym:
- deference ,
- respect ,
- respectfulness
7. Ευγενική εκτίμηση των συναισθημάτων των ανθρώπων
- "Σε αντίθεση με τις επιθυμίες σας"
- "Από σεβασμό στην ιδιωτικότητά του"
- συνώνυμο:
- αντιπαράθεση ,
- σεβασμός ,
- σεβασμό
verb
1. Regard highly
- Think much of
- "I respect his judgement"
- "We prize his creativity"
- synonym:
- respect ,
- esteem ,
- value ,
- prize ,
- prise
1. Εκτιμώ πολύ
- Σκεφτείτε πολλά
- "Σέβομαι την κρίση του"
- "Επωμίζουμε τη δημιουργικότητά του"
- συνώνυμο:
- σεβασμός ,
- εκτίμηση ,
- τιμή ,
- βραβείο ,
- ευλογημένοσ
2. Show respect towards
- "Honor your parents!"
- synonym:
- respect ,
- honor ,
- honour ,
- abide by ,
- observe
2. Δείχνω σεβασμό προς
- "Τίμησε τους γονείς σου!"
- συνώνυμο:
- σεβασμός ,
- τιμή ,
- τηρώ ,
- παρατηρώ