Translation meaning & definition of the word "resourcefulness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πηγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Resourcefulness
[Επινοητικότητα]/risɔrsfəlnəs/
noun
1. The quality of being able to cope with a difficult situation
- "A man of great resourcefulness"
- synonym:
- resourcefulness
1. Η ποιότητα του να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση
- "Ένας άνθρωπος με μεγάλη επινοητικότητα"
- συνώνυμο:
- επινοητικότητα
2. The ability to deal resourcefully with unusual problems
- "A man of resource"
- synonym:
- resource ,
- resourcefulness ,
- imagination
2. Η ικανότητα να αντιμετωπίζετε επινοητικά ασυνήθιστα προβλήματα
- "Ένας άνθρωπος του πόρου"
- συνώνυμο:
- πόρος ,
- επινοητικότητα ,
- φαντασία