Translation meaning & definition of the word "resource" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Resource
[Πόροι]/risɔrs/
noun
1. Available source of wealth
- A new or reserve supply that can be drawn upon when needed
- synonym:
- resource
1. Διαθέσιμη πηγή πλούτου
- Μια νέα ή εφεδρική προμήθεια που μπορεί να αντληθεί όταν χρειάζεται
- συνώνυμο:
- πόρος
2. A source of aid or support that may be drawn upon when needed
- "The local library is a valuable resource"
- synonym:
- resource
2. Πηγή ενίσχυσης ή στήριξης που μπορεί να αντληθεί όταν χρειάζεται
- "Η τοπική βιβλιοθήκη είναι ένας πολύτιμος πόρος"
- συνώνυμο:
- πόρος
3. The ability to deal resourcefully with unusual problems
- "A man of resource"
- synonym:
- resource ,
- resourcefulness ,
- imagination
3. Η ικανότητα να αντιμετωπίζετε επινοητικά ασυνήθιστα προβλήματα
- "Ένας άνθρωπος του πόρου"
- συνώνυμο:
- πόρος ,
- επινοητικότητα ,
- φαντασία
Examples of using
Water is a natural resource of vital importance.
Το νερό είναι ένας φυσικός πόρος ζωτικής σημασίας.