Translation meaning & definition of the word "resolute" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόφαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Resolute
[Αποφασιστικός]/rɛzəlut/
adjective
1. Firm in purpose or belief
- Characterized by firmness and determination
- "Stood resolute against the enemy"
- "Faced with a resolute opposition"
- "A resolute and unshakeable faith"
- synonym:
- resolute
1. Σταθερό στο σκοπό ή την πίστη
- Χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και αποφασιστικότητα
- "Αντιστάθηκε αποφασιστικά ενάντια στον εχθρό"
- "Αντιμέτωποι με μια αποφασιστική αντιπολίτευση"
- "Μια αποφασιστική και ακλόνητη πίστη"
- συνώνυμο:
- αποφασιστικός
2. Characterized by quickness and firmness
- "His reply was unhesitating"
- synonym:
- unhesitating ,
- resolute
2. Χαρακτηρίζεται από ταχύτητα και σταθερότητα
- "Η απάντησή του ήταν ανενόχλητη"
- συνώνυμο:
- αποσυνδέω ,
- αποφασιστικός