Translation meaning & definition of the word "resistance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίσταση" στην ελληνική γλώσσα
Resistance
[Αντίσταση]noun
1. The action of opposing something that you disapprove or disagree with
- "He encountered a general feeling of resistance from many citizens"
- "Despite opposition from the newspapers he went ahead"
- synonym:
- resistance ,
- opposition
1. Η πράξη της αντίθεσης σε κάτι με το οποίο απορρίπτετε ή διαφωνείτε
- "Συνάντησε ένα γενικό αίσθημα αντίστασης από πολλούς πολίτες"
- "Παρά τις εφημερίδες που πέρασε"
- συνώνυμο:
- αντίσταση ,
- αντιπολίτευση
2. Any mechanical force that tends to retard or oppose motion
- synonym:
- resistance
2. Κάθε μηχανική δύναμη που τείνει να επιβραδύνει ή να αντιταχθεί στην κίνηση
- συνώνυμο:
- αντίσταση
3. A material's opposition to the flow of electric current
- Measured in ohms
- synonym:
- electric resistance ,
- electrical resistance ,
- impedance ,
- resistance ,
- resistivity ,
- ohmic resistance
3. Η αντίθεση ενός υλικού στη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος
- Μετριέται σε ωμ
- συνώνυμο:
- ηλεκτρική αντίσταση ,
- αντίσταση ,
- ωμική αντίσταση
4. The military action of resisting the enemy's advance
- "The enemy offered little resistance"
- synonym:
- resistance
4. Η στρατιωτική δράση της αντίστασης στην πρόοδο του εχθρού
- "Ο εχθρός προσέφερε μικρή αντίσταση"
- συνώνυμο:
- αντίσταση
5. (medicine) the condition in which an organism can resist disease
- synonym:
- immunity ,
- resistance
5. (φάρμακο) η κατάσταση στην οποία ένας οργανισμός μπορεί να αντισταθεί σε ασθένειες
- συνώνυμο:
- ασυλία ,
- αντίσταση
6. The capacity of an organism to defend itself against harmful environmental agents
- "These trees are widely planted because of their resistance to salt and smog"
- synonym:
- resistance
6. Η ικανότητα ενός οργανισμού να υπερασπίζεται τον εαυτό του από επιβλαβείς περιβαλλοντικούς παράγοντες
- "Αυτά τα δέντρα φυτεύονται ευρέως λόγω της αντοχής τους στο αλάτι και το νέφος"
- συνώνυμο:
- αντίσταση
7. A secret group organized to overthrow a government or occupation force
- synonym:
- underground ,
- resistance
7. Μια μυστική ομάδα που οργανώθηκε για να ανατρέψει μια κυβέρνηση ή μια κατοχική δύναμη
- συνώνυμο:
- υπόγειος ,
- αντίσταση
8. The degree of unresponsiveness of a disease-causing microorganism to antibiotics or other drugs (as in penicillin-resistant bacteria)
- synonym:
- resistance
8. Ο βαθμός μη ανταπόκρισης ενός μικροοργανισμού που προκαλεί ασθένεια σε αντιβιοτικά ή άλλα φάρμακα (α σε ανθεκτικά στην πενικιλίνη βακτήρια)
- συνώνυμο:
- αντίσταση
9. (psychiatry) an unwillingness to bring repressed feelings into conscious awareness
- synonym:
- resistance
9. (ψυχιατρικό) μια απροθυμία να φέρει καταπιεσμένα συναισθήματα σε συνειδητή επίγνωση
- συνώνυμο:
- αντίσταση
10. An electrical device that resists the flow of electrical current
- synonym:
- resistor ,
- resistance
10. Μια ηλεκτρική συσκευή που αντιστέκεται στη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος
- συνώνυμο:
- αντίσταση
11. Group action in opposition to those in power
- synonym:
- resistance
11. Ομαδική δράση σε αντίθεση με εκείνους που βρίσκονται στην εξουσία
- συνώνυμο:
- αντίσταση