Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "resist" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιστέκεται" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Resist

[Αντιστέκεται]
/rɪzɪst/

verb

1. Elude, especially in a baffling way

  • "This behavior defies explanation"
    synonym:
  • defy
  • ,
  • resist
  • ,
  • refuse

1. Διαφύγετε, ειδικά με έναν πολύπλοκο τρόπο

  • "Αυτή η συμπεριφορά αψηφά την εξήγηση"
    συνώνυμο:
  • αψηφώ
  • ,
  • αντιστέκομαι
  • ,
  • αρνούμαι

2. Stand up or offer resistance to somebody or something

    synonym:
  • resist
  • ,
  • hold out
  • ,
  • withstand
  • ,
  • stand firm

2. Σηκωθείτε ή προσφέρετε αντίσταση σε κάποιον ή κάτι τέτοιο

    συνώνυμο:
  • αντιστέκομαι
  • ,
  • περιφέρομαι
  • ,
  • αντέχω
  • ,
  • σταθερός

3. Express opposition through action or words

  • "Dissent to the laws of the country"
    synonym:
  • protest
  • ,
  • resist
  • ,
  • dissent

3. Εκφράστε την αντίθεση μέσω της δράσης ή των λέξεων

  • "Διαφωνία με τους νόμους της χώρας"
    συνώνυμο:
  • διαμαρτυρία
  • ,
  • αντιστέκομαι
  • ,
  • διαφωνία

4. Withstand the force of something

  • "The trees resisted her"
  • "Stand the test of time"
  • "The mountain climbers had to fend against the ice and snow"
    synonym:
  • resist
  • ,
  • stand
  • ,
  • fend

4. Αντέξτε τη δύναμη του κάτι

  • "Τα δέντρα της αντιστάθηκαν"
  • "Αντέξτε τη δοκιμασία του χρόνου"
  • "Οι ορειβάτες του βουνού έπρεπε να παρασυρθούν ενάντια στον πάγο και το χιόνι"
    συνώνυμο:
  • αντιστέκομαι
  • ,
  • στέκομαι
  • ,
  • προσφέρω

5. Resist immunologically the introduction of some foreign tissue or organ

  • "His body rejected the liver of the donor"
    synonym:
  • resist
  • ,
  • reject
  • ,
  • refuse

5. Αντισταθείτε ανοσολογικά στην εισαγωγή κάποιου ξένου ιστού ή οργάνου

  • "Το σώμα του απέρριψε το ήπαρ του δότη"
    συνώνυμο:
  • αντιστέκομαι
  • ,
  • απορρίπτω
  • ,
  • αρνούμαι

6. Refuse to comply

    synonym:
  • resist
  • ,
  • balk
  • ,
  • baulk
  • ,
  • jib

6. Αρνηθείτε να συμμορφωθείτε

    συνώνυμο:
  • αντιστέκομαι
  • ,
  • βάλκασ
  • ,
  • μπαούλκ
  • ,
  • τζιπ

Examples of using

He couldn't resist the temptation.
Δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό.
He could not resist the temptation.
Δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό.
I can resist everything but temptation.
Μπορώ να αντισταθώ σε όλα εκτός από τον πειρασμό.