Translation meaning & definition of the word "resilient" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθεκτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Resilient
[Ανθεκτικός]/rɪzɪljənt/
adjective
1. Recovering readily from adversity, depression, or the like
- synonym:
- resilient
1. Αναρρώνοντας εύκολα από τις αντιξοότητες, την κατάθλιψη, ή τα παρόμοια
- συνώνυμο:
- ανθεκτικός
2. Elastic
- Rebounds readily
- "Clean bouncy hair"
- "A lively tennis ball"
- "As resilient as seasoned hickory"
- "Springy turf"
- synonym:
- bouncy ,
- live ,
- lively ,
- resilient ,
- springy
2. Ελαστικός
- Επανακάμπτει εύκολα
- "Καθαρά αναπηρικά μαλλιά"
- "Μια ζωντανή μπάλα του τένις"
- "Τόσο ανθεκτικό όσο το καρυκευμένο είδος"
- "Ελαστικός χλοοτάπητας"
- συνώνυμο:
- αναπηδήσ ,
- ζωντανόσ ,
- ζωηρός ,
- ανθεκτικός ,
- ελαστικόσ