Translation meaning & definition of the word "residential" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατοικία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Residential
[Κατοικία]/rɛzɪdɛnʃəl/
adjective
1. Used or designed for residence or limited to residences
- "A residential hotel"
- "A residential quarter"
- "A residential college"
- "Residential zoning"
- synonym:
- residential
1. Χρησιμοποιείται ή σχεδιάζεται για κατοικία ή περιορίζεται σε κατοικίες
- "Ένα κατοικημένο ξενοδοχείο"
- "Μια συνοικία κατοικιών"
- "Ένα κολέγιο κατοικιών"
- "Κατοικημένη ζώνη"
- συνώνυμο:
- κατοικία
2. Of or relating to or connected with residence
- "A residential requirement for the doctorate"
- synonym:
- residential
2. Από ή σχετίζονται ή συνδέονται με την κατοικία
- "Μια απαίτηση κατοικίας για το διδακτορικό"
- συνώνυμο:
- κατοικία