Translation meaning & definition of the word "resident" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάτοικος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Resident
[Κάτοικος]/rɛzɪdənt/
noun
1. Someone who lives at a particular place for a prolonged period or who was born there
- synonym:
- resident ,
- occupant ,
- occupier
1. Κάποιος που ζει σε ένα συγκεκριμένο μέρος για μια παρατεταμένη περίοδο ή που γεννήθηκε εκεί
- συνώνυμο:
- κάτοικος ,
- επιβάτησ ,
- επιβαίνων
2. A physician (especially an intern) who lives in a hospital and cares for hospitalized patients under the supervision of the medical staff of the hospital
- "The resident was receiving special clinical training at the hospital"
- synonym:
- house physician ,
- resident ,
- resident physician
2. Ένας γιατρός ( ειδικά ένα εσωτερικό) που ζει σε νοσοκομείο και φροντίζει νοσηλευόμενους ασθενείς υπό την επίβλεψη του ιατρικού προσωπικού
- "Ο κάτοικος έλαβε ειδική κλινική εκπαίδευση στο νοσοκομείο"
- συνώνυμο:
- σπίτι γιατρός ,
- κάτοικος
adjective
1. Living in a particular place
- "Resident aliens"
- synonym:
- resident
1. Ζει σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- "Εξωγήινοι κάτοικοι"
- συνώνυμο:
- κάτοικος
2. Used of animals that do not migrate
- synonym:
- nonmigratory ,
- resident
2. Χρησιμοποιείται από ζώα που δεν μεταναστεύουν
- συνώνυμο:
- μη μεταλλακτική ,
- κάτοικος