Translation meaning & definition of the word "reshuffle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανανέωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reshuffle
[Ανασχηματίζω]/riʃəfəl/
noun
1. A redistribution of something
- "There was a reshuffle of cabinet officers"
- synonym:
- reshuffle
1. Μια αναδιανομή κάποιου πράγματος
- "Υπήρξε μια ανασύνθεση των αξιωματικών του υπουργικού συμβουλίου"
- συνώνυμο:
- ανασχηματίζω
2. Shuffling again
- "The gambler demanded a reshuffle"
- synonym:
- reshuffle ,
- reshuffling
2. Ανακατεύοντας ξανά
- "Ο παίκτης απαίτησε ανασχηματισμό"
- συνώνυμο:
- ανασχηματίζω ,
- ανασχηματισμό
verb
1. Shuffle again
- "So as to prevent cheating, he was asked to reshuffle the cards"
- synonym:
- reshuffle
1. Ανακατέψτε ξανά
- "Για να αποφευχθεί η εξαπάτηση, του ζητήθηκε να ανασχηματίσει τις κάρτες"
- συνώνυμο:
- ανασχηματίζω
2. Reorganize and assign posts to different people
- "The new prime minister reshuffled his cabinet"
- synonym:
- reshuffle
2. Αναδιοργάνωση και ανάθεση δημοσιεύσεων σε διαφορετικά άτομα
- "Ο νέος πρωθυπουργός ανασχημάτισε το υπουργικό του συμβούλιο"
- συνώνυμο:
- ανασχηματίζω