Translation meaning & definition of the word "reset" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επαναφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reset
[Επαναφορά]/risɛt/
noun
1. Device for resetting instruments or controls
- synonym:
- reset
1. Συσκευή για την επαναφορά οργάνων ή ελέγχων
- συνώνυμο:
- επαναφορά
verb
1. Set anew
- "They re-set the date on the clock"
- synonym:
- reset
1. Επαναλαμβάνω
- "Επαναφέρουν την ημερομηνία στο ρολόι"
- συνώνυμο:
- επαναφορά
2. Set to zero
- "Reset instruments and dials"
- synonym:
- reset
2. Ρυθμίστε στο μηδέν
- "Επαναφορά οργάνων και καντράν"
- συνώνυμο:
- επαναφορά
3. Adjust again after an initial failure
- synonym:
- readjust ,
- reset
3. Προσαρμόστε ξανά μετά από μια αρχική αποτυχία
- συνώνυμο:
- αναπροσαρμόζω ,
- επαναφορά