Translation meaning & definition of the word "reservoir" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντηρητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reservoir
[Αποθεματοποιητή]/rɛzəvwɑr/
noun
1. A large or extra supply of something
- "A reservoir of talent"
- synonym:
- reservoir
1. Μια μεγάλη ή επιπλέον προμήθεια από κάτι
- "Μια δεξαμενή ταλέντου"
- συνώνυμο:
- δεξαμενή
2. Lake used to store water for community use
- synonym:
- reservoir ,
- artificial lake ,
- man-made lake
2. Λίμνη που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση του νερού για την κοινοτική χρήση
- συνώνυμο:
- δεξαμενή ,
- τεχνητή λίμνη ,
- ανθρωπογενής λίμνη
3. Tank used for collecting and storing a liquid (as water or oil)
- synonym:
- reservoir
3. Δεξαμενή που χρησιμοποιείται για τη συλλογή και την αποθήκευση ενός υγρού (ας νερού ή λαδιού)
- συνώνυμο:
- δεξαμενή
4. Anything (a person or animal or plant or substance) in which an infectious agent normally lives and multiplies
- "An infectious agent depends on a reservoir for its survival"
- synonym:
- reservoir ,
- source
4. Οτιδήποτε άτομο ή ζώο ή φυτό ή ουσία( στο οποίο ένας μολυσματικός παράγοντας ζει και πολλαπλασιάζεται κανονικά
- "Ένας μολυσματικός παράγοντας εξαρτάται από μια δεξαμενή για την επιβίωσή του"
- συνώνυμο:
- δεξαμενή ,
- πηγή