Translation meaning & definition of the word "resentful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρών" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Resentful
[Δυσφημιστικός]/rɪzɛntfəl/
adjective
1. Full of or marked by resentment or indignant ill will
- "Resentful at the way he was treated"
- "A sullen resentful attitude"
- synonym:
- resentful
1. Γεμάτο ή χαρακτηρίζεται από δυσαρέσκεια ή αγανακτισμένη κακή βούληση
- "Επίκεντρο στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε"
- "Μια απογοητευτική στάση"
- συνώνυμο:
- απεχθής