Translation meaning & definition of the word "resent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Resent
[Δυσαρεστώ]/rɪzɛnt/
verb
1. Feel bitter or indignant about
- "She resents being paid less than her co-workers"
- synonym:
- resent
1. Νιώθω πικραμένος ή αγανακτισμένος
- "Απεχθάνεται να πληρώνεται λιγότερο από τους συναδέλφους της"
- συνώνυμο:
- αγανακτώ
2. Wish ill or allow unwillingly
- synonym:
- begrudge ,
- resent
2. Επιθυμήστε άρρωστο ή επιτρέψτε απρόθυμα
- συνώνυμο:
- παρακαλώ ,
- αγανακτώ
Examples of using
I resent his rude attitude.
Δυσαρεστώ την αγενή στάση του.