Translation meaning & definition of the word "rescue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διάσωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rescue
[Διάσωση]/rɛskju/
noun
1. Recovery or preservation from loss or danger
- "Work is the deliverance of mankind"
- "A surgeon's job is the saving of lives"
- synonym:
- rescue ,
- deliverance ,
- delivery ,
- saving
1. Ανάκτηση ή διατήρηση από απώλεια ή κίνδυνο
- "Η εργασία είναι η απελευθέρωση της ανθρωπότητας"
- "Η δουλειά ενός χειρουργού είναι η σωτηρία των ζωών"
- συνώνυμο:
- διάσωση ,
- απελευθέρωση ,
- παράδοση ,
- αποθήκευση
verb
1. Free from harm or evil
- synonym:
- rescue ,
- deliver
1. Απαλλαγμένος από το κακό ή το κακό
- συνώνυμο:
- διάσωση ,
- παραδίδω
2. Take forcibly from legal custody
- "Rescue prisoners"
- synonym:
- rescue
2. Πάρτε βίαια από τη νομική επιμέλεια
- "Κρατούμενοι διάσωσης"
- συνώνυμο:
- διάσωση
Examples of using
Tom wanted to help Mary rescue her baby.
Ο Τομ ήθελε να βοηθήσει τη Μαίρη να σώσει το μωρό της.
We have to get to the dragon and slay it to rescue the princess!
Πρέπει να φτάσουμε στο δράκο και να το σκοτώσουμε για να σώσουμε την πριγκίπισσα!
Tom died trying to rescue Mary.
Ο Τομ πέθανε προσπαθώντας να σώσει τη Μαίρη.