Translation meaning & definition of the word "reschedule" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπρογραμματισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reschedule
[Επαναπρογραμματίσει]/riskɛʤul/
verb
1. Assign a new time and place for an event
- "We had to reschedule the doctor's appointment"
- synonym:
- reschedule
1. Αντιστοιχίστε μια νέα ώρα και τόπο για μια εκδήλωση
- "Έπρεπε να επαναπρογραμματίσουμε το ραντεβού του γιατρού"
- συνώνυμο:
- επαναπρογραμματίσει