Translation meaning & definition of the word "reread" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναγνώστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reread
[Επαναπατριζόμενο]/ririd/
verb
1. Read anew
- Read again
- "He re-read her letters to him"
- synonym:
- reread
1. Διαβάστε εκ νέου
- Διαβάστε ξανά
- "Του ξαναδιάβασε τα γράμματά του"
- συνώνυμο:
- ξαναδιαβάστε