Translation meaning & definition of the word "reputable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμφισβητήσιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reputable
[Καταλογιστόσ]/rɛpjətəbəl/
adjective
1. Having a good reputation
- "A reputable business"
- "A reputable scientist"
- "A reputable wine"
- synonym:
- reputable
1. Έχοντας μια καλή φήμη
- "Μια αξιόπιστη επιχείρηση"
- "Ένας αξιόπιστος επιστήμονας"
- "Ένα αξιόπιστο κρασί"
- συνώνυμο:
- αξιόπιστος