Translation meaning & definition of the word "repulsive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απωθητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Repulsive
[Απωθητικός]/ripəlsɪv/
adjective
1. Offensive to the mind
- "An abhorrent deed"
- "The obscene massacre at wounded knee"
- "Morally repugnant customs"
- "Repulsive behavior"
- "The most repulsive character in recent novels"
- synonym:
- abhorrent ,
- detestable ,
- obscene ,
- repugnant ,
- repulsive
1. Προσβλητικό στο μυαλό
- "Μια αποτρόπαια πράξη"
- "Η άσεμνη σφαγή στο γουίλιαμ γόνατο"
- "Ηθικά αποκρουστικά έθιμα"
- "Αποκρουστική συμπεριφορά"
- "Ο πιο αποκρουστικός χαρακτήρας στα πρόσφατα μυθιστορήματα"
- συνώνυμο:
- αποτρόπαιος ,
- απεχθήσ ,
- αισχρόσ ,
- απεχθής ,
- απωθητικός
2. Possessing the ability to repel
- "A repulsive force"
- synonym:
- repulsive(a)
2. Διαθέτοντας την ικανότητα να απωθεί
- "Απωθητική δύναμη"
- συνώνυμο:
- αποκρουστική(
3. So extremely ugly as to be terrifying
- "A hideous scar"
- "A repulsive mask"
- synonym:
- hideous ,
- repulsive
3. Τόσο άσχημο ώστε να είναι τρομακτικό
- "Μια φρικτή ουλή"
- "Μια απωθητική μάσκα"
- συνώνυμο:
- φρικτός ,
- απωθητικός
Examples of using
Tom found Mary repulsive.
Ο Τομ βρήκε τη Μαίρη αποκρουστική.