Translation meaning & definition of the word "republic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημοκρατία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Republic
[Δημοκρατία]/ripəblək/
noun
1. A political system in which the supreme power lies in a body of citizens who can elect people to represent them
- synonym:
- democracy ,
- republic ,
- commonwealth
1. Ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο η υπέρτατη εξουσία βρίσκεται σε ένα σώμα πολιτών που μπορούν να εκλέξουν τους ανθρώπους για να τους
- συνώνυμο:
- δημοκρατία ,
- κοινοπολιτεία
2. A form of government whose head of state is not a monarch
- "The head of state in a republic is usually a president"
- synonym:
- republic
2. Μια μορφή κυβέρνησης της οποίας ο αρχηγός του κράτους δεν είναι μονάρχης
- "Ο αρχηγός του κράτους σε μια δημοκρατία είναι συνήθως πρόεδρος"
- συνώνυμο:
- δημοκρατία
Examples of using
Germany is a parliamentary republic.
Η Γερμανία είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία.
The president of the republic is chosen by the people.
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας επιλέγεται από το λαό.
After the revolution, France became a republic.
Μετά την επανάσταση, η Γαλλία έγινε δημοκρατία.