Translation meaning & definition of the word "reproduction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπαραγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reproduction
[Αναπαραγωγή]/riprədəkʃən/
noun
1. The process of generating offspring
- synonym:
- reproduction
1. Η διαδικασία παραγωγής απογόνων
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή
2. Recall that is hypothesized to work by storing the original stimulus input and reproducing it during recall
- synonym:
- reproduction ,
- reproductive memory
2. Ανάκληση που υποτίθεται ότι λειτουργεί αποθηκεύοντας την αρχική εισαγωγή ερεθίσματος και αναπαράγοντάς την κατά την ανάκληση
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή ,
- αναπαραγωγική μνήμη
3. Copy that is not the original
- Something that has been copied
- synonym:
- replica ,
- replication ,
- reproduction
3. Αντίγραφο που δεν είναι το πρωτότυπο
- Κάτι που έχει αντιγραφεί
- συνώνυμο:
- αντίγραφο ,
- αναπαραγωγή
4. The act of making copies
- "Gutenberg's reproduction of holy texts was far more efficient"
- synonym:
- reproduction ,
- replication
4. Η πράξη της δημιουργίας αντιγράφων
- "Η αναπαραγωγή των ιερών κειμένων του γκούτενμπεργκ ήταν πολύ πιο αποτελεσματική"
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή
5. The sexual activity of conceiving and bearing offspring
- synonym:
- reproduction ,
- procreation ,
- breeding ,
- facts of life
5. Η σεξουαλική δραστηριότητα της σύλληψης και της αποτελεσματικότητας των απογόνων
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή ,
- γεγονότα της ζωής