Translation meaning & definition of the word "reproach" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσέγγιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reproach
[Κατηγορώ]/riproʊʧ/
noun
1. A mild rebuke or criticism
- "Words of reproach"
- synonym:
- reproach
1. Ήπια επίπληξη ή κριτική
- "Λέξεις επίπληξης"
- συνώνυμο:
- κατηγορώ
2. Disgrace or shame
- "He brought reproach upon his family"
- synonym:
- reproach
2. Ντροπή ή ντροπή
- "Έφερε κατηγορία στην οικογένειά του"
- συνώνυμο:
- κατηγορώ
verb
1. Express criticism towards
- "The president reproached the general for his irresponsible behavior"
- synonym:
- reproach ,
- upbraid
1. Εκφράζουν κριτική προς
- "Ο πρόεδρος κατηγόρησε τον στρατηγό για την ανεύθυνη συμπεριφορά του"
- συνώνυμο:
- κατηγορώ ,
- επικρίνω
Examples of using
Tom's conduct was beyond reproach.
Η συμπεριφορά του Τομ ήταν πέρα από κάθε επίπληξη.