Translation meaning & definition of the word "repressed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταστέλλεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Repressed
[Καταπιεσμένος]/riprɛst/
adjective
1. Characterized by or showing the suppression of impulses or emotions
- "Her severe upbringing had left her inhibited"
- "A very inhibited young man, anxious and ill at ease"
- "Their reactions were partly the product of pent-up emotions"
- "Repressed rage turned his face scarlet"
- synonym:
- pent-up ,
- repressed
1. Χαρακτηρίζεται από ή δείχνει την καταστολή των παρορμήσεων ή των συναισθημάτων
- "Η σοβαρή ανατροφή της την είχε αφήσει ανασταλτική"
- "Ένας πολύ ανασταλμένος νεαρός άνδρας, ανήσυχος και άρρωστος άνετα"
- "Οι αντιδράσεις τους ήταν εν μέρει το προϊόν των συναισθημάτων τους"
- "Η κατασταλμένη οργή έκανε το κόκκινο πρόσωπό του"
- συνώνυμο:
- πεντάδα ,
- καταπιεσμένος