Translation meaning & definition of the word "representation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιπροσώπευση" στην ελληνική γλώσσα
Representation
[Εκπροσώπηση]noun
1. A presentation to the mind in the form of an idea or image
- synonym:
- representation ,
- mental representation ,
- internal representation
1. Μια παρουσίαση στο μυαλό με τη μορφή μιας ιδέας ή εικόνας
- συνώνυμο:
- εκπροσώπηση ,
- ψυχική αντιπροσώπευση ,
- εσωτερική αναπαράσταση
2. A creation that is a visual or tangible rendering of someone or something
- synonym:
- representation
2. Μια δημιουργία που είναι μια οπτική ή απτή απόδοση κάποιου ή κάτι τέτοιο
- συνώνυμο:
- εκπροσώπηση
3. The act of representing
- Standing in for someone or some group and speaking with authority in their behalf
- synonym:
- representation
3. Η πράξη της εκπροσώπησης
- Στέκεται για κάποιον ή κάποια ομάδα και μιλά με εξουσία για λογαριασμό του
- συνώνυμο:
- εκπροσώπηση
4. The state of serving as an official and authorized delegate or agent
- synonym:
- representation ,
- delegacy ,
- agency
4. Η κατάσταση υπηρεσίας ως επίσημος και εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος ή πράκτορας
- συνώνυμο:
- εκπροσώπηση ,
- αντιπροσωπεία ,
- οργανισμός
5. A body of legislators that serve in behalf of some constituency
- "A congressional vacancy occurred in the representation from california"
- synonym:
- representation
5. Ένα σώμα νομοθετών που υπηρετούν εξ ονόματος κάποιας εκλογικής περιφέρειας
- "Μια κενή θέση του κογκρέσου συνέβη στην εκπροσώπηση από την καλιφόρνια"
- συνώνυμο:
- εκπροσώπηση
6. A factual statement made by one party in order to induce another party to enter into a contract
- "The sales contract contains several representations by the vendor"
- synonym:
- representation
6. Μια πραγματική δήλωση που έγινε από ένα μέρος για να παρακινήσει ένα άλλο μέρος να συνάψει σύμβαση
- "Η σύμβαση πώλησης περιέχει πολλές αναπαραστάσεις από τον προμηθευτή"
- συνώνυμο:
- εκπροσώπηση
7. A performance of a play
- synonym:
- theatrical performance ,
- theatrical ,
- representation ,
- histrionics
7. Μια παράσταση ενός παιχνιδιού
- συνώνυμο:
- θεατρική παράσταση ,
- θεατρικός ,
- εκπροσώπηση ,
- ιστρωνική
8. A statement of facts and reasons made in appealing or protesting
- "Certain representations were made concerning police brutality"
- synonym:
- representation
8. Μια δήλωση γεγονότων και λόγων που έγιναν στην προσέλκυση ή διαμαρτυρία
- "Γιναν ορισμένες αναπαραστάσεις σχετικά με την αστυνομική βία"
- συνώνυμο:
- εκπροσώπηση
9. The right of being represented by delegates who have a voice in some legislative body
- synonym:
- representation
9. Το δικαίωμα να εκπροσωπούνται από αντιπροσώπους που έχουν φωνή σε κάποιο νομοθετικό σώμα
- συνώνυμο:
- εκπροσώπηση
10. An activity that stands as an equivalent of something or results in an equivalent
- synonym:
- representation
10. Μια δραστηριότητα που ισοδυναμεί με κάτι ή οδηγεί σε ισοδύναμο
- συνώνυμο:
- εκπροσώπηση