Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "represent" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "αντιπροσωπεύω" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Represent

[Εκπροσωπώ]
/rɛprɪzɛnt/

verb

1. Take the place of or be parallel or equivalent to

  • "Because of the sound changes in the course of history, an 'h' in greek stands for an 's' in latin"
    synonym:
  • represent
  • ,
  • stand for
  • ,
  • correspond

1. Πάρτε τη θέση ή να είστε παράλληλοι ή ισοδύναμοι με

  • "Λόγω των ηχητικών αλλαγών στην πορεία της ιστορίας, ένα "h" στα ελληνικά σημαίνει "s" στα λατινικά"
    συνώνυμο:
  • αντιπροσωπεύω
  • ,
  • σταθείτε για
  • ,
  • αντιστοιχούν

2. Express indirectly by an image, form, or model

  • Be a symbol
  • "What does the statue of liberty symbolize?"
    synonym:
  • typify
  • ,
  • symbolize
  • ,
  • symbolise
  • ,
  • stand for
  • ,
  • represent

2. Εκφράστε έμμεσα από μια εικόνα, μια φόρμα ή ένα μοντέλο

  • Γίνε σύμβολο
  • "Τι συμβολίζει το άγαλμα της ελευθερίας;"
    συνώνυμο:
  • χαρακτηρίζω
  • ,
  • συμβολίζω
  • ,
  • σταθείτε για
  • ,
  • αντιπροσωπεύω

3. Be representative or typical for

  • "This period is represented by beethoven"
    synonym:
  • represent

3. Να είστε αντιπροσωπευτικοί ή τυπικοί για

  • "Αυτή η περίοδος εκπροσωπείται από τον μπετόβεν"
    συνώνυμο:
  • αντιπροσωπεύω

4. Be a delegate or spokesperson for

  • Represent somebody's interest or be a proxy or substitute for, as of politicians and office holders representing their constituents, or of a tenant representing other tenants in a housing dispute
  • "I represent the silent majority"
    synonym:
  • represent

4. Να είστε εκπρόσωπος ή εκπρόσωπος για

  • Εκπροσωπήστε το συμφέρον κάποιου ή γίνετε πληρεξούσιος ή υποκατάστατο, όπως πολιτικών και κατόχων αξιωμάτων που εκπροσωπούν τους ψηφοφόρους τους ή ενοικιαστή που εκπροσωπεί άλλους ενοικιαστές σε μια στεγαστική διαμάχη
  • "Εκπροσωπώ τη σιωπηλή πλειοψηφία"
    συνώνυμο:
  • αντιπροσωπεύω

5. Serve as a means of expressing something

  • "The flower represents a young girl"
    synonym:
  • represent

5. Χρησιμεύστε ως μέσο έκφρασης κάτι

  • "Το λουλούδι αντιπροσωπεύει ένα νεαρό κορίτσι"
    συνώνυμο:
  • αντιπροσωπεύω

6. Be characteristic of

  • "This compositional style is exemplified by this fugue"
    synonym:
  • exemplify
  • ,
  • represent

6. Να είσαι χαρακτηριστικός

  • "Αυτό το στυλ σύνθεσης αποδεικνύεται από αυτή τη φούγκα"
    συνώνυμο:
  • παραδειγματίζω
  • ,
  • αντιπροσωπεύω

7. Form or compose

  • "This money is my only income"
  • "The stone wall was the backdrop for the performance"
  • "These constitute my entire belonging"
  • "The children made up the chorus"
  • "This sum represents my entire income for a year"
  • "These few men comprise his entire army"
    synonym:
  • constitute
  • ,
  • represent
  • ,
  • make up
  • ,
  • comprise
  • ,
  • be

7. Μορφή ή σύνθεση

  • "Αυτά τα χρήματα είναι το μόνο μου εισόδημα"
  • "Ο πέτρινος τοίχος ήταν το σκηνικό της παράστασης"
  • "Αυτά αποτελούν ολόκληρο το ανήκειν μου"
  • "Τα παιδιά αποτελούσαν το ρεφρέν"
  • "Αυτό το ποσό αντιπροσωπεύει ολόκληρο το εισόδημά μου για ένα χρόνο"
  • "Αυτοί οι λίγοι άνδρες αποτελούν ολόκληρο τον στρατό του"
    συνώνυμο:
  • αποτελούν
  • ,
  • αντιπροσωπεύω
  • ,
  • αποτελώ
  • ,
  • περιλαμβάνω
  • ,
  • είμαι

8. Be the defense counsel for someone in a trial

  • "Ms. smith will represent the defendant"
    synonym:
  • defend
  • ,
  • represent

8. Γίνε ο συνήγορος υπεράσπισης κάποιου σε μια δίκη

  • "Η κυρία σμιθ θα εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο"
    συνώνυμο:
  • υπερασπίζομαι
  • ,
  • αντιπροσωπεύω

9. Create an image or likeness of

  • "The painter represented his wife as a young girl"
    synonym:
  • represent
  • ,
  • interpret

9. Δημιουργήστε μια εικόνα ή μια ομοιότητα του

  • "Ο ζωγράφος αντιπροσώπευε τη γυναίκα του ως νεαρή κοπέλα"
    συνώνυμο:
  • αντιπροσωπεύω
  • ,
  • ερμηνεύω

10. Play a role or part

  • "Gielgud played hamlet"
  • "She wants to act lady macbeth, but she is too young for the role"
  • "She played the servant to her husband's master"
    synonym:
  • act
  • ,
  • play
  • ,
  • represent

10. Παίξτε ένα ρόλο ή ένα ρόλο

  • "Ο γκίλγκουντ έπαιξε τον άμλετ"
  • "Θέλει να παίξει τη λαίδη μάκβεθ, αλλά είναι πολύ μικρή για τον ρόλο"
  • "Έπαιξε τον υπηρέτη στον κύριο του συζύγου της"
    συνώνυμο:
  • πράξη
  • ,
  • παίζω
  • ,
  • αντιπροσωπεύω

11. Perform (a play), especially on a stage

  • "We are going to stage `othello'"
    synonym:
  • stage
  • ,
  • present
  • ,
  • represent

11. Εκτελέστε (ένα έργο), ειδικά σε μια σκηνή

  • "Θα σκηνοθετήσουμε τον `ello'"
    συνώνυμο:
  • σκηνή
  • ,
  • παρόν
  • ,
  • αντιπροσωπεύω

12. Describe or present, usually with respect to a particular quality

  • "He represented this book as an example of the russian 19th century novel"
    synonym:
  • represent

12. Περιγράψτε ή παρουσιάστε, συνήθως σε σχέση με μια συγκεκριμένη ποιότητα

  • "Αντιπροσώπευε αυτό το βιβλίο ως παράδειγμα του ρωσικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα"
    συνώνυμο:
  • αντιπροσωπεύω

13. Point out or draw attention to in protest or remonstrance

  • "Our parents represented to us the need for more caution"
    synonym:
  • represent

13. Επισημάνετε ή επιστήστε την προσοχή σε ένδειξη διαμαρτυρίας ή διαμαρτυρίας

  • "Οι γονείς μας μας αντιπροσώπευαν την ανάγκη για περισσότερη προσοχή"
    συνώνυμο:
  • αντιπροσωπεύω

14. Bring forward and present to the mind

  • "We presented the arguments to him"
  • "We cannot represent this knowledge to our formal reason"
    synonym:
  • present
  • ,
  • represent
  • ,
  • lay out

14. Φέρτε μπροστά και παρουσιάστε στο μυαλό

  • "Του παρουσιάσαμε τα επιχειρήματα"
  • "Δεν μπορούμε να εκπροσωπήσουμε αυτή τη γνώση στον τυπικό μας λόγο"
    συνώνυμο:
  • παρόν
  • ,
  • αντιπροσωπεύω
  • ,
  • απλώνω

15. To establish a mapping (of mathematical elements or sets)

    synonym:
  • map
  • ,
  • represent

15. Για τη δημιουργία μιας αντιστοίχισης (μαθηματικών στοιχείων ή συνόλων)

    συνώνυμο:
  • χάρτης
  • ,
  • αντιπροσωπεύω

Examples of using

What does this painting represent?
Τι αντιπροσωπεύει αυτός ο πίνακας;
I represent an American firm.
Εκπροσωπώ μια αμερικανική εταιρεία.
What company do you represent?
Ποια εταιρεία εκπροσωπείτε;