Translation meaning & definition of the word "reportedly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναφέρεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reportedly
[Αναφερόμενα]/rɪpɔrtədli/
adverb
1. According to reports or other information
- "She was reportedly his mistress for many years"
- synonym:
- reportedly
1. Σύμφωνα με αναφορές ή άλλες πληροφορίες
- "Ήταν η ερωμένη του για πολλά χρόνια"
- συνώνυμο:
- σύμφωνα με