Translation meaning & definition of the word "reply" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απάντηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reply
[Απάντηση]/rɪplaɪ/
noun
1. A statement (either spoken or written) that is made to reply to a question or request or criticism or accusation
- "I waited several days for his answer"
- "He wrote replies to several of his critics"
- synonym:
- answer ,
- reply ,
- response
1. Μια δήλωση (είτε προφορική είτε γραπτή) που γίνεται για να απαντήσει σε μια ερώτηση ή αίτημα ή κριτική ή κατηγορία
- "Περίμενα αρκετές μέρες για την απάντησή του"
- "Έγραψε απαντήσεις σε πολλούς από τους επικριτές του"
- συνώνυμο:
- απάντηση
2. The speech act of continuing a conversational exchange
- "He growled his reply"
- synonym:
- reply ,
- response
2. Η πράξη ομιλίας της συνέχισης μιας συνομιλητικής ανταλλαγής
- "Ανακάλυψε την απάντησή του"
- συνώνυμο:
- απάντηση
verb
1. React verbally
- "She didn't want to answer"
- "Answer the question"
- "We answered that we would accept the invitation"
- synonym:
- answer ,
- reply ,
- respond
1. Αντιδράστε προφορικά
- "Δεν ήθελε να απαντήσει"
- "Απαντήστε στην ερώτηση"
- "Απαντήσαμε ότι θα δεχτούμε την πρόσκληση"
- συνώνυμο:
- απάντηση ,
- απαντώ
Examples of using
I refuse to reply to these charges.
Αρνούμαι να απαντήσω σε αυτές τις κατηγορίες.
Why don't you reply to my message?
Γιατί δεν απαντάτε στο μήνυμά μου?
I asked him several times, but he simply didn't reply.
Τον ρώτησα αρκετές φορές, αλλά απλά δεν απάντησε.