Translation meaning & definition of the word "replay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επανάληψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Replay
[Επαναλάβετε]/riple/
noun
1. Something (especially a game) that is played again
- synonym:
- replay ,
- rematch
1. Κάτι (ειδικά ένα παιχνίδι) που παίζεται και πάλι
- συνώνυμο:
- επαναλαμβάνω ,
- επαναλάβετε
2. The immediate rebroadcast of some action (especially sports action) that has been recorded on videotape
- synonym:
- replay ,
- instant replay ,
- action replay
2. Η άμεση αναμετάδοση κάποιας δράσης (ειδικά η αθλητική δράση) που έχει καταγραφεί στη βιντεοταινία
- συνώνυμο:
- επαναλαμβάνω ,
- άμεση επανάληψη ,
- επανάληψη δράσης
verb
1. Reproduce (a recording) on a recorder
- "The lawyers played back the conversation to show that their client was innocent"
- synonym:
- play back ,
- replay
1. Αναπαραγωγή (α ηχογράφηση) σε καταγραφέα
- "Οι δικηγόροι έπαιξαν πίσω τη συζήτηση για να δείξουν ότι ο πελάτης τους ήταν αθώος"
- συνώνυμο:
- παίζω πίσω ,
- επαναλαμβάνω
2. Play (a melody) again
- synonym:
- replay
2. Παίξτε (α μελοδυ) ξανά
- συνώνυμο:
- επαναλαμβάνω
3. Repeat a game against the same opponent
- "Princeton replayed harvard"
- synonym:
- replay
3. Επαναλάβετε ένα παιχνίδι εναντίον του ίδιου αντιπάλου
- "Ο πρίνστον επανέλαβε το χάρβαρντ"
- συνώνυμο:
- επαναλαμβάνω
4. Play again
- "We replayed the game"
- "Replay a point"
- synonym:
- replay
4. Παίξτε ξανά
- "Επαναλάβαμε το παιχνίδι"
- "Παίξε ένα σημείο"
- συνώνυμο:
- επαναλαμβάνω