Translation meaning & definition of the word "repertoire" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακατανομή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Repertoire
[Ρεπερτόριο]/rɛpərtwɑr/
noun
1. The entire range of skills or aptitudes or devices used in a particular field or occupation
- "The repertory of the supposed feats of mesmerism"
- "Has a large repertory of dialects and characters"
- synonym:
- repertory ,
- repertoire
1. Ολόκληρο το φάσμα των δεξιοτήτων ή ικανοτήτων ή συσκευών που χρησιμοποιούνται σε ένα συγκεκριμένο τομέα ή επάγγελμα
- "Το ρεπερτόριο των υποτιθέμενων κατορθώματα του μεσμερισμού"
- "Έχει ένα μεγάλο ρεπερτόριο διαλέκτων και χαρακτήρων"
- συνώνυμο:
- ρεπερτόριο
2. A collection of works (plays, songs, operas, ballets) that an artist or company can perform and do perform for short intervals on a regular schedule
- synonym:
- repertoire ,
- repertory
2. Μια συλλογή έργων (πλαισίων, τραγουδιών, όπερες, μπαλέτα) που ένας καλλιτέχνης ή μια εταιρεία μπορεί να εκτελέσει και να κάνει
- συνώνυμο:
- ρεπερτόριο