Translation meaning & definition of the word "repellent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απωθητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Repellent
[Απωθητικός]/rɪpɛlənt/
noun
1. A compound with which fabrics are treated to repel water
- synonym:
- repellent ,
- repellant
1. Μια ένωση με την οποία τα υφάσματα αντιμετωπίζονται για να απωθήσουν το νερό
- συνώνυμο:
- απωθητικό
2. A chemical substance that repels animals
- synonym:
- repellent ,
- repellant
2. Μια χημική ουσία που απωθεί τα ζώα
- συνώνυμο:
- απωθητικό
3. The power to repel
- "She knew many repellents to his advances"
- synonym:
- repellent ,
- repellant
3. Η δύναμη να απωθηθεί
- "Γνώριζε πολλά απωθητικά για τις προόδους του"
- συνώνυμο:
- απωθητικό
adjective
1. Serving or tending to repel
- "He became rebarbative and prickly and spiteful"
- "I find his obsequiousness repellent"
- synonym:
- rebarbative ,
- repellent ,
- repellant
1. Εξυπηρέτηση ή τείνουν να απωθήσουν
- "Έγινε αναγεννητικός και φραγκοσυκιές και μοχθηρός"
- "Βρίσκω την αποκρουστικότητά του απωθητική"
- συνώνυμο:
- αναβαθμιστικόσ ,
- απωθητικό
2. Highly offensive
- Arousing aversion or disgust
- "A disgusting smell"
- "Distasteful language"
- "A loathsome disease"
- "The idea of eating meat is repellent to me"
- "Revolting food"
- "A wicked stench"
- synonym:
- disgusting ,
- disgustful ,
- distasteful ,
- foul ,
- loathly ,
- loathsome ,
- repellent ,
- repellant ,
- repelling ,
- revolting ,
- skanky ,
- wicked ,
- yucky
2. Εξαιρετικά προσβλητικό
- Προκαλώντας αποστροφή ή αηδία
- "Αηδιαστική μυρωδιά"
- "Κακή γλώσσα"
- "Μια απεχθής ασθένεια"
- "Η ιδέα της κατανάλωσης κρέατος είναι απωθητική για μένα"
- "Αναβολή τροφίμων"
- "Μια κακή δυσωδία"
- συνώνυμο:
- αηδιαστικό ,
- αηδιαστικός ,
- φάουλ ,
- αηδιαστικά ,
- απεχθής ,
- απωθητικό ,
- απώθηση ,
- εξεγερμένοσ ,
- απατεώνασ ,
- κακός ,
- τυχερός
3. Incapable of absorbing or mixing with
- "A water-repellent fabric"
- "Plastic highly resistant to steam and water"
- synonym:
- repellent ,
- resistant
3. Ανίκανος να απορροφήσει ή να αναμείξει με
- "Ένα υδατοαπωθητικό ύφασμα"
- "Πλαστικό εξαιρετικά ανθεκτικό στον ατμό και το νερό"
- συνώνυμο:
- απωθητικό ,
- ανθεκτικός