Translation meaning & definition of the word "repeater" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναλαμβανόμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Repeater
[Επαναλαμβανόμενοσ]/rɪpitər/
noun
1. A person who repeats
- "The audience consisted largely of repeaters who had seen the movie many times"
- synonym:
- repeater
1. Ένας άνθρωπος που επαναλαμβάνει
- "Το κοινό αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από επαναλήπτες που είχαν δει την ταινία πολλές φορές"
- συνώνυμο:
- επαναλήπτησ
2. Someone who is repeatedly arrested for criminal behavior (especially for the same criminal behavior)
- synonym:
- recidivist ,
- repeater ,
- habitual criminal
2. Κάποιος που συλλαμβάνεται επανειλημμένα για εγκληματική συμπεριφορά (ειδικά για την ίδια εγκληματική συμπεριφορά)
- συνώνυμο:
- υποτροπιάζουσα ,
- επαναλήπτησ ,
- συνήθης εγκληματίας
3. A firearm that can fire several rounds without reloading
- synonym:
- repeating firearm ,
- repeater
3. Ένα πυροβόλο όπλο που μπορεί να πυροβολήσει αρκετούς γύρους χωρίς επαναφόρτωση
- συνώνυμο:
- επανάληψη του πυροβόλου όπλου ,
- επαναλήπτησ
4. (electronics) electronic device that amplifies a signal before transmitting it again
- "Repeaters can be used in computer networks to extend cabling distances"
- synonym:
- repeater
4. (ηλεκτρονική συσκευή) που ενισχύει ένα σήμα πριν το μεταδώσει ξανά
- "Οι επαναλαμβανόμενοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε δίκτυα υπολογιστών για την επέκταση των αποστάσεων καλωδίωσης"
- συνώνυμο:
- επαναλήπτησ