Translation meaning & definition of the word "repeatedly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναλαμβανόμενα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Repeatedly
[Επανειλημμένα]/rɪpitɪdli/
adverb
1. Several time
- "It must be washed repeatedly"
- synonym:
- repeatedly
1. Αρκετές φορές
- "Πρέπει να πλένεται επανειλημμένα"
- συνώνυμο:
- επανειλημμένα