Translation meaning & definition of the word "repeatable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναλαμβανόμενη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Repeatable
[Επαναλαμβανόμενο]/rɪpitəbəl/
adjective
1. Able or fit to be repeated or quoted
- "What he said was not repeatable in polite company"
- "He comes up with so many quotable phrases"
- synonym:
- repeatable ,
- quotable
1. Ικανός ή κατάλληλος για να επαναληφθεί ή να αναφερθεί
- "Αυτό που είπε δεν ήταν επαναλαμβανόμενο σε ευγενική παρέα"
- "Καταλήγει σε τόσες πολλές φράσεις"
- συνώνυμο:
- επαναλαμβανόμενο ,
- αναφερόμενοσ